ξεπάτωμα

ξεπάτωμα
το [ξεπατώνω]
1. η αφαίρεση τού πυθμένα, η απόσπαση τού πάτου
2. ολοκληρωτική καταστροφή, εξόντωση, ξεκλήρισμα
3. μεγάλη εξάντληση, καταπόνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεπάτωμα — το, ατος 1. αφαίρεση του πάτου ή του πατώματος. 2. μτφ., ταλαιπωρία, βάσανο. 3. καταστροφή, ξεκλήρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”